αντιαισθητικός

αντιαισθητικός
η , ό[ν] некрасивый, безобразный; неэстетичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αντιαισθητικός" в других словарях:

  • αντιαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που αντιβαίνει στους κανόνες της αισθητικής, ο άσχημος 2. αυτός που δεν έχει αίσθηση του ωραίου …   Dictionary of Greek

  • αντιαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά ακαλαίσθητος, κακόγουστος, άσχημος: Το ντύσιμό της συνήθως είναι αντιαισθητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισχρουργηματικός — ή, ό [αισχρούργημα] κακότεχνος, αντιαισθητικός …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»